- ομφοδότης
- ὀμφοδότης, ὁ (Μ)φρ. «ὀμφοδότης ὁ θεός» — ο θεός που παρέχει χρησμό, μαντεία (Θεόδ. Λάσκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφή (Ι) «φωνή θεού, χρησμός» + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. ολβο-δότης, χρησμο-δότης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.